παρκινσονικός

παρκινσονικός
-ή, -ό
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη νόσο τού Πάρκινσον
2. φρ. «παρκινσονικός τρόμος» — ο σπαστικός τρόμος, η τρεμούλα που χαρακτηρίζει τη νόσο τού Πάρκινσον
3. το αρσ. ως ουσ. ο ασθενής που πάσχει από τη νόσο τού Πάρκινσον.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”